Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

Γάκος ιν Κλόβερφιλντ

Την έχετε δει, είναι η ταινία που γυρίστηκε με μονοκάμερο στο χέρι (και καλά: όλη η ουσία είναι τα ψηφιακά) κι είναι όλο τζαζεμένα πλάνα που πάνε δώθε-κείθε, σαπέρα-σαπεράθε με μανία, και που δεν.

Αλλά, και σόρρυ, μα δεν κρατιέμαι. Προηγουμένως είδα δυο λεπτά Ειδήσεις (για να μπω σιγά-σιγά στο γκορ και στο σλάπστικ), οπότε έπεσα πάνω σ’ αυτόν τον Λιάτσο που παρουσίασε ένα κομμάτι της ομιλίας του Τσίπρα, και όχι μόνο αυτό, αλλά στα καπάκια, αμέσως μόλις τελείωσε ο βίντεος με τον όμορφο Ιζνογκούντ, είπε επί λέξει (το Λιάτσο): «Και τώρα ας ακούσουμε το τραγούδι “Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται” από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου» – μά το Θεό, αυτό είπε, κι έβαλε όντως τον Παπακωνσταντίνου από το Ηρώδειο ή κάτι τέτοιο να τραγουδάει και να παριστάνει και να κονομάει, κι από κάτω ο τίτλος έγραφε με κεφαλαία: ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΑΡΓΙΕΣ ΠΟΥ ΧΤΥΠΙΟΥΝΤΑΙ, οπότε δε τη μπάλεψα και πάτησα το 7, κι ο Άλφα έδειξε: (α΄) ένα πιτσιρίκι στη Σκοτία που έσωσε τη μαμά του (είχε κρίση επιληψίας) καλώντας την Αστυνομία, και μπράβο του, και το κάνανε επίτιμο… αστυνομικό, και του βάλανε κι ένα μπάτσικο καπέλο, κι ο πιτσιρίκος γέλαγε και καμάρωνε, κι όλοι δίπλα, κι όλος ο Άλφας, κι όλοι οι τηλεθεατές τού Άλφα χαιρόντουσταν και καμαρώνανε για το καπέλο και το νάζι, και ζήτω του του μικρού που φέρθηκε σα μπάτσος – δηλαδή μάς δουλεύουνε χοντρά, (β΄) ένα ρεπορτάζζζ που μας μάθαινε πως οι ξένοι στην Ελλάδα πυροβολιώνται ολημερίς και σπάνε τα πόδια ο ένας του άλλου (δε μας είπαν με ποια σειρά) και πως δεν είναι ασφαλές να περπατάς τη νύχτα στα στενά τής… Πλατείας Βάθης (sic). Έλα, ρε θηρίο! Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις, φραουλίτσα. Που περπάταγες εσύ στο κ@λοχώρι σου ασφαλές (sic) μετά τις εννέα το βράδυ, τζουτζέ. Που νομίζεις πως άλλαξε ο κόσμος επειδή έμαθες εσύ να τραβάς μ@λακία. Λελέ, ε λελέ. Τσίμπα έν’ αρκίντι, βλάχαρε. Και (γ΄), και τώρα τα πήρα με τους φασίστες, και (γ΄ λαίμαι τέλος των πάντων) έδειξε μά τον Αλλάχ τα γυρίσματα ενός τηλεπαιχνιδιού με τον… Μητσικώστα, που το λένε Φάτους (sic) Όλους. Οκέι; Και η παρουσιάστρια του Δελτίου Ειδήσεων τού είπε τού Μητσικώστα, επειδής είναι αστείος γιά, του είπε… «Καλησπερούδια»!!! Δηλαδή, το πιστεύετε, ρε σεις; Οι τύποι δεν υπάρχουν γ@μώ το μ@υνί μου. Οι τύποι είναι ληγμένοι, ρέεε. Κλείστε τους φυλακή, ρέεε.

Τα ξύλα μου.

Οκέι.

Οκέι, η ταινία. Είναι μια τύπου Γκοτζίλα, αλλά αμερικανιά ουάν χάντρεντ περσέντ, και βαρετή όπως οι σελίδες βιβλίου της Καθημερινής. Τώρα, εσείς την ξέρετε μάλλον τη φάση, εγώ όχι, οπότε τα ξέρετε κι όλ’ αυτά τα φοβερά στοιχεία που σκοπεύω να παραθέσω (περί μυστικότητος στα γυρίσματα και ξύσε μας τ’ α@χίδια), οπότε δεν τα παραθέτω.

Δε πλοτ: Τα πρώτα 20 λεπτά δε γίνεται τίποτε (αλλά τίποτε όμως), και μετά και πάλι ουσιαστικά δε γίνεται τίποτε, εκτός από συνολικά (τα μέτρησα) εννέα λεπτά της ταινίας (η οποία διαρκεί μόλις εβδομήντα – όχι ότι αντέχεται και για περισσότερο),* όπου βλέπεις κάτι ψηφιακά εφέ με αυτοκίνητα να πετιώνται και φαντάρους να πυροβολάν και καλάουα στους δρόμους τού Νιού Γιορκ (τελείως αναληθοφανές αυτό, μη γελιόμαστε), βλέπεις να γκρεμιώνται όλο τοίχοι, και βλέπεις κι ένα τέρας εκατό μέτρα μπόι (π@ύτσες μπλε ρουαγιάλ), που είναι με διαφορά στήθους (μη σας πω και κ@λου) το πιο γελοίο, το πιο άσχημο, το πιο τραγελαφικό και απαράδεκτο τέρας στην ιστορία των τεράτων και του σινεμά. Άμα δεν το δεις, δε μπορεί να σου το περιγράψει ο άλλος. Μπορώ να το ζωγραφίσω, αλλά δεν έχω τα μέσα. Ο καθένας μπορεί: είναι ανέμελο, και όποτε το βλέπεις αλλάζει σχήμα. Ό,τι θες κάνεις δηλαδή. Φρίκη και δέος, αλλά όχι για τους λόγους που περίμεναν οι παραγωγοί και λοιποί συντελεσταί.** Τέσπα, πολύ γέλιο.

Αυτά για το πλοτ (σας σώνω από το αληθινό πλοτ που έχει να κάνει με το ότι ο νεαρός και όμορφος πρωταγωνιστής πά’ να σώσει στην άλλη άκρια της Νέας Υόρκης το όμορφο γκομενάκι περνώντας κάτω απ’ τ’ @ρχιδ@α του τεράτου, δηλαδή ούτε ο Χέρκουλις).

Τώρα, το ταινιάριο είναι είπαμε γυρισμένο με σπίντα (τάχαμου το τραβάει βίντεο όλο αυτό ένας από τους πρωταγωνιστές), πράγμα που παίζει σε δύο χρόνια από τώρα να προκαλεί τρελά γέλια στους σινεφίλους και ανατριχίλα στα στούντια. Αλλά ινάουρντέιζ στα δεκαεξάρια πουλάει, οπότε το υφίσταται και ο ωραίος ο μελαχρινός ο ψηλός ο ντιβιντοθεατής. Αλλά τι να κάνεις; Άρης είσαι. Άλλα κι άλλα άντεξες.

Τώρα που είπα Άρης (και πριν που είπα «να γκρεμιώνται τοίχοι»), θυμήθηκα τον Τέλη, καθηγητή Μαθηματικών στον παλιό «Ευκλείδη» – συνάδελφος του πατέρα μου. Ο Τέλης ήταν τρελό Αρειανάκι, και με πήγαινε πολλές φορές γήπεδο όταν ήμουν μικρός (ο πατέρας μου δεν πολυπάταγε – γι’ αυτό σάς λαίμαι: δεν έχει τόσο σχέση ο γονιός, όσο οι από δίπλα και η προσωπική εμπειρία). Ήταν πολύ ήρεμος και ήσυχος άνθρωπος, αν εξαιρέσεις μια άλφα τρέλα που έχουν όλοι οι μαθηματικοί, και καθ’ όλα αξιοπρεπής. Λοιπόν, όποτε έμπαινε στο γήπεδο –πάντα με ένα παλιό ωραίο κασκόλ στο λαιμό–, ή μάλλον αμέσως μόλις άρχιζε το ματς, ο Τέλης μεταμορφωνόταν: καταρχάς, και κατά κύριο λόγο, έτρεμε. Έτρεμε σα να κύλαγε ηλεκτρικό ρεύμα στις φλέβες του. Ηρεμούσε κάπως στο ημίχρονο, και ξανά μετά πάλι τα ίδια, να τρέμει και να τρέμει σα τρελός. Και ήταν ενενήντα λεπτά όρθιος. (Αυτός μου ’μαθε να λέω, «Τα μαξιλαράκια είναι για τους καλομαθημένους κ@λους»). Και φώναζε πολύ κιόλας, συμμετείχε, μπινελίκωνε, κι όλ’ αυτά. Αλλά κυρίως έτρεμε. Ένα απίστευτο θέαμα. Λες και όλες οι δονήσεις των παp@utsιών στο χόρτο ν’ αντηχούσανε στο στομάχι του. Τέλος πάντων, μετά τον αγώνα ηρεμούσε αρκετά, και ώσπου να επιστρέψουμε σπίτι ήταν πάλι ο γνωστός κύριος Τέλης.

Λοιπόν, λοιπόν, λοιπόν, ήμουν Τρίτη Γυμνασίου και σκράπας στα θετικά, και ήρθε ο Τέλης να με κάνει κάτι ιδιαίτερα, μπας και μου κόψει. Το πολέμαγε αρκετά, δεν ήταν κακός δάσκαλος, αν και μιλάγαμε περισσότερο για Άρη στο μάθημα, τεσπά κάτι κουτσοέμαθα, και πλησίαζαν οι εξετάζεις ή κάτι τέτοιο, όταν μέσα στο σαλόνι στο σπίτι μου όπου κάναμε το φροντιστήριο άρχισαν όλα να πηγαίνουν δεξιά αριστερά και ταυτόχρονα επάνω κάτω, και μαζί να πέφτουν διάφορα πράγματα με θόρυβο στο πάτωμα και ν’ ακούγονται τσιρίδες από τη γειτονιά, οπότε (ναι, ρα) εγώ έτρεξα κι έπιασα τη βιβλιοθήκη που έπεφτε για να μην πλακώσει τη μάνα μου και την ξανάβαλα πίσω (ναι λαίμαιαιαι), και ο Τέλης – ο Τέλης άρχισε να τρέμει. Όπως ακριβώς στο Χαριλάου. Ακριβώς όμως. Κράτησε δέκα-είκοσι δευτερόλεπτα αυτό (αλλά μπορεί και λιγότερα), κι έπειτα έδωσε μία κι εξαφανίστηκε από το σπίτι. Σκέφτηκε τους δικούς του, υποθέτω, κι έτρεξε να δει πώς ήταν. Ο σεισμός λες και κρατούσε ακόμα. Ήτανε το ’79.

Τον θυμήθηκα στο άσχετο προχθές απάνω στη Σαλονίκη με τον κ@λοβάζελο, και τον θυμήθηκα και τώρα με τους «σεισμούς» στο υπερφίαλο αυτό ταινιόνι. Ο κύριος Τέλης.

Ο πατέρας μου μου είπε πριν τρία ή τέσσερα χρόνια πως τον θάψανε μ’ εκείνο εκεί το κασκόλ.


* * *


Εις μνήμην του Αρειανού κύριου Τέλη, που έτρεμε με ΟΛΟΥΣ τους σεισμούς: ΚΑΙ με τον Εγκέλαδο ΚΑΙ με τον Άρη, θα πιω το επόμενο ποτήρι Χεγκ.

Γειασάν, δάσκαλε.

Σ’ ευχαριστώ, ρα.

(Κι όχι για τα Μαθηματικά).







---------------
* Γενικά οι ταινίες-κονσέρβα «πρέπει» να διαρκούν ενενήντα λεπτά και να διαιρούνται σε τρία ίσα μέρη, με δύο τέρνινγκ πόιντς, κρίσιμες καμπές, απ’ ανάμεσό τους. Αλλά οκέι.
** Κατά το «παίκται».


Μέιντ μπαι Γάκος

Δεν υπάρχουν σχόλια: